Ερευνητικά ερωτήματα-δειγματοληπτικό πλαίσιο
Η παρούσα μελέτη στοχεύει στη διερεύνηση των έμφυλων στερεοτύπων στα επαγγέλματα υγείας και συγκεκριμένα στην ανάδειξη και περιγραφή καταστάσεων που τονίζουν την ύπαρξη και αναπαραγωγή τους, μέσα από τους άξονες που αναδύθηκαν στην βιβλιογραφική ανασκόπηση ή προέκυψαν από την εμπειρία ζωής της ερευνήτριας και οι οποίοι είναι: πρότυπα σχέσεων μεταξύ γιατρών και νοσηλευτών, επιλογές καριέρας που βασίζονται στο φύλο, διακρίσεις που βασίζονται στο φύλο, εργασιακές συνθήκες, «γυάλινη οροφή», υπο και υπερ-αντιπροσώπευση, εργασιακές σχέσεις-συνεργασία-συγκρούσεις. Το πλαίσιο της έρευνας αποτελούν 5 Γενικά Ελληνικά Νοσοκομεία (διάφορες κλινικές νοσοκομείων μεταξύ των οποίων Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, Τμήμα Τακτικών Εξωτερικών Ιατρείων κ.λ.π.) στα οποία η ερευνήτρια εργάστηκε τα τελευταία 23 χρόνια με την επαγγελματική ιδιότητα της νοσηλεύτριας τα περισσότερα από αυτά.
Μέθοδος
Οι επιστημονικές έρευνες διακρίνονται κατά κανόνα σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις ποσοτικές και τις ποιοτικές έρευνες (Αθανασίου, 2003).
Οι ποσοτικές έρευνες (που κυριάρχησαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60) καλούνται έτσι γιατί βασίζονται κυρίως στην παρουσίαση των δεδομένων τους με αριθμούς, σε πίνακες κατανομών και χρησιμοποιούν πολύπλοκες στατιστικές αναλύσεις, περιγραφικές και επαγωγικές. Τα κυριότερα είδη τους είναι οι περιγραφικές, οι εργαστηριακές, οι πειραματικές και οι δημοσκοπικές ή δειγματοληπτικές έρευνες.
Οι ποιοτικές έρευνες ονομάζονται έτσι, γιατί σε αντίθεση με τις ποσοτικές, τα στοιχεία που χειρίζονται ή τα δεδομένα τους δεν μεταβάλλονται σε αριθμούς, αλλά σχολιάζονται και αξιοποιούνται ως λεκτικά σύνολα. Στις ποιοτικές έρευνες εντάσσεται ένας αριθμός επιμέρους ερευνών οι οποίες είναι οι ακόλουθες: ιστορική έρευνα, έρευνα δράσης, μελέτη περίπτωσης, ανάλυση περιεχομένου, εθνογραφική έρευνα, ιστορίες ζωής ή βιογραφική έρευνα κ.λ.π. (Πασχαλιώρη & Μίλεση, 2005).
Μια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας είναι οι απαιτήσεις για γενίκευση. Στην ποιοτική έρευνα οι αξιώσεις αυτές είναι σε γενικές γραμμές πιο περιορισμένες, ενώ συνηθισμένη είναι η αναζήτηση κοινωνικών «τάσεων» ή η αποκάλυψη κρυμμένων δομών και σχέσεων. Μια δεύτερη διαφοροποίηση έγκειται στο ότι στην ποιοτική έρευνα ο πλούτος και το βάθος των πληροφοριών πολλές φορές υπερβαίνει ή και ανατρέπει τις αρχικές θεωρητικές συνιστάμενες και πλάνα του ερευνητή, προβάλλει καινούρια ερευνητικά ερωτήματα και είναι δυνατόν να οδηγήσει την έρευνα σε νέους προσανατολισμούς. Στην ποιοτική κοινωνική έρευνα είναι περισσότερο ενδεχόμενη μια αδιάληπτη και έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ θεωρητικών κατασκευών και ερευνητικών ευρημάτων στο πεδίο (Ιωσηφίδης, 2003). Οι ποιοτικές μέθοδοι γενικότερα επιτρέπουν τη σχολαστική σε βάθος περιγραφή λίγων περιπτώσεων και αποβλέπουν στην ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας από τη σκοπιά των υποκειμένων και όχι του ερευνητή ( Πασχαλιώρη & Μίλεση, 2005).
Λόγω της φύσης των ερευνητικών ερωτημάτων αλλά και του διαθέσιμου υλικού για την παρούσα εργασία, η προσέγγιση που θα υιοθετηθεί θα είναι ποιοτική, καθώς αναφέρεται σε εμπειρία ζωής και σε ερμηνεία των δεδομένων που αυτή μας παρέχει.
Θα γίνει αναλυτικότερη περιγραφή της ανάλυσης περιεχομένου, εφόσον αυτή θα χρησιμοποιηθεί για εξέταση του υλικού μας και περαιτέρω ερμηνεία: η ανάλυση περιεχομένου είναι ένα σύστημα δευτερογενούς ανάλυσης ποιοτικού υλικού το οποίο μπορεί να έχει διάφορες μορφές: κείμενα, συνεντεύξεις, εικόνες, φιλμ κ.λπ. Συνήθως εφαρμόζεται σε υλικό προερχόμενο από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας αλλά και στην ανάλυση άλλων τύπων κειμένων και ποιοτικού υλικού γενικότερα, όπως προσωπικά έγγραφα και ντοκουμέντα, συνεντεύξεις, επιστολές, λογοτεχνικά κείμενα κλ.π. (Κυριαζή, 1999). Ακολουθούνται συγκεκριμένα στάδια και βήματα. Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει μια αρχική θεωρητική επεξεργασία και μια αποσαφήνιση του ερευνητικού αντικειμένου και των ερευνητικών ερωτημάτων. Το δεύτερο στάδιο αφορά τον καθορισμό των πηγών του ποιοτικού υλικού. Το τρίτο στάδιο έχει να κάνει με τον προσδιορισμό της μονάδας καταγραφής και ανάλυσης. Το τέταρτο αφορά στη συστηματοποίηση των εννοιολογικών κατηγοριών στις οποίες κατατάσσονται τα ποιοτικά δεδομένα και στις οποίες βασίζεται ουσιαστικά η ανάλυση περιεχομένου. Το τελευταίο στάδιο είναι αυτό της κωδικοποίησης του υλικού εντός κάθε κατηγορίας και μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών. Η ανάλυση περιεχομένου είναι μια μέθοδος έρευνας και ανάλυσης της κοινωνικής επικοινωνίας, αλλά κυρίως των κοινωνικών της προεκτάσεων και συνεπειών της (Ιωσηφίδης, 2003).
Στην παρούσα εργασία το ερευνητικό αντικείμενο και τα ερωτήματα προέκυψαν από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση αλλά και από την εμπειρία της ίδιας της συγγραφέως ως συμμετέχουσας στο ερευνητικό πεδίο. Η πηγή του ποιοτικού υλικού είναι η εμπειρία της ίδιας μέσω της συμμετοχικής παρατήρησης που περιλαμβάνει υλικό λεκτικών αλληλεπιδράσεων με συναδέλφους της, μνήμες βιωμάτων, γεγονότων, συναισθημάτων και καταστάσεων γενικότερα μέσα στο χώρο εργασίας. Έγινε διαχωρισμός σε θεματικές ενότητες (άξονες) και υποκατηγορίες, των οποίων στη συνέχεια έγινε αναλυτική περιγραφή, ωστόσο η ανάλυση δεν προχώρησε μέχρι το επίπεδο της λέξης, αλλά μόνο μέχρι αυτό των υπο-κατηγοριών.
Λόγω του ότι το υλικό που χρησιμοποιήθηκε είναι αυτοβιογραφικό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδυάζεται η ανάλυση περιεχομένου με στοιχεία της βιογραφικής μεθόδου. Η βιογραφική μέθοδος δίνει έμφαση στη «φωνή» των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων, στη δική τους εκδοχή της κοινωνικής πραγματικότητας, στις αναπαραστάσεις και στις προσωπικές και συλλογικές τους εμπειρίες (Ιωσηφίδης, 2003). Γενικά ο ερευνητής στη βιογραφική μέθοδο δεν βασίζεται σε λέξεις ή φράσεις για την ανάλυση, αλλά σε ενότητες νοηματικές που απορρέουν από τις αφηγήσεις (Πασχαλιώρη & Μίλεση, 2005).
Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή των ποιοτικών δεδομένων είναι η συμμετοχική παρατήρηση. Με τον όρο αυτό εννοούμε μια μέθοδο έρευνας που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους συγκέντρωσης στοιχείων π.χ. συνεντεύξεις βάθους και ιστορικά αρχεία, ενώ δεν αποκλείεται η συμπληρωματική χρήση της τυποποιημένης συνέντευξης και ερωτηματολογίου αν αυτό χρειαστεί (Κυριαζή, 2002). Η συγκεκριμένη μέθοδος έχει ταυτιστεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη με την ποιοτική έρευνα. Και αυτό, γιατί η παρατήρηση εφαρμόζεται όταν μας ενδιαφέρει να μελετήσουμε τα κίνητρα που ωθούν τους ανθρώπους σε συγκεκριμένες ενέργειες και συμπεριφορές. Δηλαδή, όταν μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε πως ερμηνεύουν οι ίδιοι αυτά που συμβαίνουν γύρω τους, και πως αυτό επηρεάζει στη συνέχεια τη συμπεριφορά τους. Η συμμετοχική παρατήρηση είναι κατάλληλη όταν το υπό έρευνα φαινόμενο αφορά μικρές ομάδες, γεωγραφικά περιορισμένες και συνεπώς παρατηρήσιμες (Κυριαζή, 2002). Το βασικό πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι ότι είναι ευέλικτη. Η προσωπική ικανότητα του ερευνητή να εισβάλλει σε έναν κοινωνικό χώρο, να γίνει δεκτός, να αντιδράσει φυσιολογικά και όσο το δυνατόν λιγότερο παρεμβατικά, είναι η πιο σημαντική εγγύηση για την αποτελεσματική εφαρμογή της μεθόδου. Ο ρόλος που θα επιλέξει τελικά ο ερευνητής εξαρτάται από το θέμα και το χρόνο που θα διαθέσει για την έρευνα (Πασχαλιώρη & Μίλεση, 2005)
Ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής του ερευνητή μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικούς τύπους συμμετοχικής παρατήρησης: την πλήρη συμμετοχή, την συμμετοχή σαν παρατήρηση και την παρατήρηση σαν συμμετοχή (Bernard, 1994; Robson, 2002). Συνήθως η πλήρης συμμετοχή του ερευνητή στην υπό έρευνα κοινωνική ομάδα προϋποθέτει την απόκρυψη της ιδιότητας του. Η απόκρυψη αυτή, αν και έχει δεχθεί κριτική από ηθικής και δεοντολογικής άποψης, είναι συνηθισμένη σε περιπτώσεις έρευνας «κλειστών» κοινωνικών ομάδων ή συλλογικοτήτων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, οι οποίες δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε μη μέλη. Στην ουσία τα μέλη της ομάδας γίνονται αντικείμενο εξαπάτησης από τον ερευνητή του οποίου ο σκοπός συμμετοχής σε αυτήν είναι διαφορετικός από αυτόν που προβάλλει και διακηρύσσει.
Τα βασικότερα στάδια μιας κοινωνικής έρευνας που βασίζεται στη συμμετοχική παρατήρηση είναι τα εξής: η επιλογή του ερευνητικού προβλήματος-θέματος και του πεδίου (setting), η πρόσβαση (access), οι σχέσεις στο πεδίο (field relations), η συλλογή και καταγραφή των δεδομένων και τέλος η ανάλυση και παρουσίαση των δεδομένων (Jorgensen 1989; Bernard 1994;Hay 2000).
Τα βασικότερα πλεονεκτήματα της μεθόδου έχουν να κάνουν με την έρευνα κοινωνικών συμπεριφορών και διαδικασιών στο «φυσικό χώρο» (natural setting) που συμβαίνουν και διαδραματίζονται και στη συλλογή δεδομένων και πληροφοριών σε βάθος. Διευκολύνει τη διασταύρωση και έλεγχο των πληροφοριών μέσα από τη συστηματική παρατήρηση, συμμετοχή σε διαδικασίες και δραστηριότητες, συζητήσεις, δομημένες ή μη συνεντεύξεις, και κυρίως με συνδυασμό όλων των παραπάνω. Παρόλα αυτά η μέθοδος της συμμετοχικής παρατήρησης χαρακτηρίζεται και από μια σειρά αδυναμίες και μειονεκτήματα. Είναι μια εξαιρετικά χρονοβόρα μέθοδος που προϋποθέτει θυσίες σε κόπο και χρόνο από την πλευρά του ερευνητή. Προϋποθέτει επίσης την ανάπτυξη σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αποδοχής, οι οποίες, εκτός από τις εγγενείς δυσκολίες που παρουσιάζουν σε πάρα πολλές περιπτώσεις, παρατείνουν τη χρονική διάρκεια ή το κόστος της έρευνας. Ο ερευνητής ή η ερευνητική ομάδα θα πρέπει να διαθέτουν αυξημένα επικοινωνιακά προσόντα και την απαραίτητη ευαισθησία για τέτοιου είδους έρευνα και να αποφεύγουν παγίδες και ερευνητικές συμπεριφορές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την αξιοπιστία της ερευνητικής διαδικασίας. Τέτοιες συμπεριφορές μπορεί να είναι η πλήρης ταύτιση με την ερευνώμενη κοινωνική ομάδα, η επιλεκτική προσοχή σε ορισμένες μόνο διαδικασίες και συμβάντα, η επιλεκτική μνήμη, καταγραφή και ανάλυση δεδομένων, η δημιουργία εντάσεων και οι συμπεριφορές που εγείρουν ζητήματα ερευνητικής ηθικής (Robson, 2002 σε Ιωσηφίδης, 2003)
Αναφορικά με την παρούσα εργασία, θέματα όπως η εξαπάτηση των υποκειμένων θα μπορούσαν να τεθούν, ωστόσο δεν υπήρχε καμία τέτοια πρόθεση αφού δεν ήταν σχεδιασμένο να γίνει έρευνα, παρά προέκυψε μετά από εμπειρία της ερευνήτριας που πέρασε «μιας ζωή» «μέσα στα νοσοκομεία». Το υλικό είναι αυτό-βιογραφικό και στα σημεία όπου αναφέρονται αλληλεπιδράσεις με συναδέλφους έχουν αλλαχτεί τα ονόματα και παραλλαχτεί οι καταστάσεις ώστε να εξασφαλιστεί η ανωνυμία. Δεν πρόκειται για μια έρευνα συμμετοχικής παρατήρησης με αρχή, μέση και τέλος, αλλά για την προσωπική εργασιακή εμπειρία που μεταφράστηκε κατ'αρχήν σε ιδέα και στη συνέχεια σε αξιοποίηση των αυτό-βιογραφικών δεδομένων, μέσα από την εργασία αυτή. Δεν είναι σίγουρο ότι εξασφαλίζεται αντικειμενικότητα, μιας και η ερευνήτρια είναι ταυτισμένη με την ομάδα στην οποία συμμετέχει. Επίσης τίθεται το ζήτημα της επιλεκτικής μνήμης, αφού η αυτό-βιογραφική μνήμη έχει αυτή την ιδιότητα να συγκρατεί γεγονότα και καταστάσεις πολύ ευχάριστα ή πολύ δυσάρεστα σβήνοντας αυτά που μας αφήνουν αδιάφορους ή «εξαφανίζοντας» τις λεπτομέρειες. Πρόκειται για μια έρευνα σε βάθος όπου το υποκείμενο προς παρατήρηση είναι και ο ίδιος ο ερευνητής ο οποίος καταθέτει την εμπειρία του αλλά πρέπει να αποστασιοποιείται όταν αναλύει κάποια δεδομένα για να εξασφαλίσει την αντικειμενικότητα. Δεν είναι μια εύκολη προσπάθεια, ούτε αποτελεί μια «ολόσωστη» απόπειρα διερεύνησης του ζητήματος των έμφυλων στερεοτύπων στα επαγγέλματα υγείας. Αποτελεί όμως μια «κατάθεση ψυχής» που για το ίδιο το άτομο που έζησε τα γεγονότα είναι ανεκτίμητη σαν ιστορία ζωής.