Τα επαγγέλματα υγείας
Αναφορικά με τα επαγγέλματα υγείας, οι νοσηλευτές/τριες και οι γιατροί αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι των επαγγελματιών υγειονομικής φροντίδας και αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση πολύπλευρα προβλήματα. Οι κλάδοι της νοσηλευτικής και της ιατρικής λειτουργούν σε στενή εγγύτητα μεταξύ τους, όχι μόνο γιατί ασκούνται δίπλα- δίπλα ο ένας στον άλλον αλλά και γιατί μεταξύ τους υπάρχει αλληλεπίδραση με στόχο την επίτευξη της υγείας και ευημερίας των ασθενών. Η εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ γιατρών και νοσηλευτών συγκαταλέγει την εμπιστοσύνη, την από κοινού υπαιτιότητα, τον αμοιβαίο εκτίμηση, την συνεννόηση, τη συνεργασία, το ενότητα και την αισιοδοξία. Μέσω της συνεργασίας, η διαδικασία της φροντίδας γίνεται ένας φυσικός τρόπος σκέψης που χρησιμοποιείται σε όλες τις πλευρές της νοσηλευτικής και της ιατρικής πρακτικής. Η συνεργασία δεν παύει να αποτελεί τη δυναμική και συνεχή διαδικασία συγκέντρωσης, επαλήθευσης, και συστηματοποίησης των πληροφοριών που αφορούν ένα άτοµο δίδοντας βαρύτητα στον παράγοντα υγεία, στο περιβάλλον, στις πληροφορίες και στις υποθέσεις. Ακόμη, η συνεργασία απεικονίζει τα θέματα υγείας παράλληλα και από ιατρική και από νοσηλευτική σκοπιά. Ο γιατρός κάνει την αρχική διάγνωση, ο νοσηλευτής/τρια εποπτεύει και ελέγχει το ξεκίνημα, την αλλαγή, και την ερμηνεία του προβλήματος και ανταποκρίνεται στις αλλαγές (Γαρυφάλλου, Κουρπουανίδου, Κυπάρου, Γρηγοριάδης, 2009).
Από κοινωνιολογική σκοπιά, η σχέση γιατρού-νοσηλευτή αποτελεί ουσιαστικά μια πατριαρχική σχέση. Τα στερεότυπα φύλου για όλες τις κοινωνίες περιλαμβάνουν την αναμενόμενη και αποδεκτή συμπεριφορά αλλά και τα χαρακτηριστικά και τις ποιότητες που θα πρέπει να κατέχουν οι άντρες και οι γυναίκες αντίστοιχα. Αυτού του είδους τα στερεότυπα έχουν ιδιαίτερα μεγάλη ισχύ, η οποία πηγάζει από τη πεποίθηση ότι η συμπεριφορά καθορίζεται βιολογικά κι ότι το (βιολογικό) φύλο είναι η κυριότερη πλευρά της ταυτότητας ενός ατόμου. Οι βασικές διαφορές μεταξύ των φύλων αντανακλώνται στα χαρακτηριστικά τους, όπως είναι π.χ. η ανταγωνιστικότητα και η αποφασιστικότητα για τους άνδρες απ'τη μια μεριά, ενώ η φροντίδα και η παθητικότητα απ'την άλλη είναι για τις γυναίκες ( Savage, 1987; Abbott & Wallace, 1990). Τέτοιου είδους διακρίσεις φύλου είναι κυρίαρχης σημασίας για τη σχέση μεταξύ γιατρών και νοσηλευτών (ιδιαίτερα για τον 19ο αιώνα). Παλαιότερα οι γυναίκες αποθαρρύνονταν από το να εργαστούν ενώ δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στη φροντίδα των παιδιών και στην εξάρτηση της γυναίκας από τον άντρα «κουβαλητή». Ο βαθμός της σύγκρουσης που προκαλούνταν στις γυναίκες νοσοκόμες μετριαζόταν, ως ένα βαθμό, από την αντανάκλαση των ρόλων της οικογένειας μέσα στο νοσοκομείο, στα πλαίσια της πατριαρχικής σχέσης γιατρού-νοσηλεύτριας (Wright, 1985).
Το πατριαρχικό πρότυπο μπορεί να γίνει αντιληπτό στη σχέση γιατρού-νοσηλεύτριας παραλληλίζοντάς την με αυτήν μεταξύ των συζύγων στην οικογένεια, με την νοσηλεύτρια να φροντίζει για το φυσικό και συναισθηματικό περιβάλλον και τον γιατρό να αποφασίζει τι είναι σημαντικό και τι όχι και πώς αυτό (η εργασία) πρέπει να γίνει (Oakley, 1984; Abbott & Wallace, 1990). Κατ' ακολουθίαν, οι γυναίκες νοσηλεύτριες πήραν έναν «βοηθητικό», «μη-επαγγελματικό» ρόλο στον κυριαρχούμενο από τους άντρες ιατρικό χώρο, κάνοντας εμφανή την σημασία των έμφυλων στερεοτύπων στα επαγγέλματα υγειονομικής φροντίδας. Η ιδέα της «φροντίδας» αποτελεί μια προέκταση του γυναικείου ρόλου για τις χαμηλότερες σε κοινωνικό status (μεσαίας τάξης συνήθως) νοσοκόμες σε αντίθεση με τους (ανώτερης κοινωνικής τάξης) γιατρούς (Wright, 1985; Dingwall & Lewis, 1983; Darbyshire,1987). Αυτοί οι ρόλοι φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ανθεκτικοί στο χρόνο και παρόλη την ύπαρξη του φεμινιστικού κινήματος και την αυξανόμενη φυλετική ισότητα στις Δυτικές κοινωνίες γενικότερα, τα ευρήματα ερευνών υποδεικνύουν ακόμη και σήμερα ότι τα νοσοκομεία συνεχίζουν να είναι χώροι «πατριαρχικοί» και κυριαρχούμενοι από «τάξεις», όπου επικρατεί ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών ( Ashley, 1976; Navarro, 1978; Passau- Buck,1982; Keddy et al., 1986; Allan, 1992).
Η σχέση μεταξύ γιατρών και αντρών νοσηλευτών διαφέρει ουσιαστικά από αυτήν με τις γυναίκες νοσηλεύτριες. Στο πρόσωπο των αντρών νοσηλευτών οι γιατροί άλλοτε βρίσκουν έναν αξιόπιστο συνεργάτη, άλλοτε έναν ανταγωνιστή και άλλοτε έναν άνδρα υπάλληλο «αταίριαστο» για ένα καθόλα «γυναικείο» επάγγελμα όπως η νοσηλευτική (Sweet & Norman, 1995).
Μεταξύ γιατρών και νοσηλευτριών (γυναικών) κυριαρχούν ορισμένα πρότυπα σχέσεων, ένα από τα οποία άξιο αναφοράς είναι το «παιχνίδι γιατρού-νοσηλεύτριας» ( Stein, 1967;Keddy et al., 1986), Αποτελεί έναν τύπο επικοινωνίας όπου οι νοσηλεύτριες με δική τους πρωτοβουλία δίνουν συμβουλές στους γιατρούς, διατηρώντας όμως παθητική στάση υποταγής απέναντί τους. Έτσι ναι μεν βοηθούν τους γιατρούς στη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους και αυξάνουν την αυτοπεποίθησή τους (οι νοσηλεύτριες), χωρίς όμως να τους προσβάλλουν. Τοιουτοτρόπως αποφεύγεται η ανοιχτή διαφωνία, φαίνεται ότι την πρωτοβουλία την πήρε ο γιατρός και τελικά και τα δυο μέρη είναι ευχαριστημένα με την πρακτική αυτού του είδους «φτωχής» επικοινωνίας. «Φτωχής» διότι κάποια πράγματα υπονοούνται, πολλά άλλα «καταπιέζονται» και δεν λέγονται όλα όσα θα έπρεπε να ειπωθούν. Αυτό το «σχήμα» είναι συχνό μεταξύ έμπειρων νοσηλευτριών και άπειρων ειδικευόμενων γιατρών.
Κατά την αλληλεπίδραση γιατρών νοσηλευτών/τριών φαίνεται πως οι γιατροί κατέχουν κυρίαρχο ρόλο ενώ οι νοσηλεύτριες είναι υποδεέστερες. Οι γιατροί είναι συνήθως περισσότερο ευχαριστημένοι από τη σχέση τους με τις νοσηλεύτριες από ότι εκείνες από τη σχέση τους με τους γιατρούς (Wicker, 1989; Heeman, 1990). Ο ρόλος του γιατρού είναι συνήθως καθορισμένος ενώ συχνά οι νοσηλεύτριες δεν είναι τόσο σίγουρες για το ποια είναι τα καθήκοντά τους και ποιος ο ρόλος τους. Οι διαφωνίες είναι συχνές, ενώ είναι αρκετές οι νοσηλεύτριες που «παλεύουν» για την επαγγελματική τους αυτονομία.
Η κατάσταση σήμερα έχει αλλάξει αρκετά λόγω διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η επιδείνωση της δημόσιας «εκτίμησης» που χαίρουν οι γιατροί, η αναγνώριση της «σφαλερότητάς» τους και ο αυξανόμενος αριθμός των γυναικών γιατρών και των αντρών νοσηλευτών. Οι παράγοντες αυτοί έχουν αναιρέσει σε μεγάλο βαθμό την κυριαρχία του αντρικού φύλου στη σχέση γιατρών νοσηλευτών και έχουν αυξήσει τη δημόσια «εκτίμηση» για την αξία των νοσηλευτριών αλλά και την αυτό-εκτίμησή τους. Ο Stein (1990) συμπεραίνει ότι οι σχέσεις γιατρών-νοσηλευτών/τριών έχουν βελτιωθεί την τελευταία 20ετία. Ωστόσο, νεότερες έρευνες παρουσιάζουν μια μικτή εικόνα, με ιδιαίτερα αυξημένη δυσαρέσκεια εκ μέρους των νοσηλευτριών για τη σχέση τους με τους γιατρούς, αυξημένη επικέντρωση της εργασίας των νοσηλευτών/τριών στη διάγνωση και θεραπεία (για κάποιες μελέτες) αλλά και κυριαρχία των γιατρών στη διαδικασία της διάγνωσης (άλλες μελέτες). Το «παιχνίδι» μεταξύ γιατρών-νοσηλευτριών είναι ένα φαινόμενο που ακόμη παρατηρείται, αν και οι νοσηλεύτριες συνηθίζουν πια να δίνουν ευθέως συμβουλές χωρίς να «κρύβονται πίσω απ'το δάκτυλό τους» όπως παλαιότερα. Οι κακές εργασιακές σχέσεις μεταξύ νοσηλευτών και γιατρών έχουν αρνητικές συνέπειες για τη φροντίδα των ασθενών (Mackay, 1993). Η κλινική εμπειρία υποδεικνύει ότι οι σχέσεις ισχύος μεταξύ του ιατρικού και του νοσηλευτικού επαγγέλματος διαφέρουν κατά περίπτωση, και ανάλογα με το επαγγελματικό πλαίσιο, με την δομή παροχής υγείας δηλαδή (π.χ. Ψυχιατρικό ή Γενικό Νοσοκομείο) (Sweet & Norman, 1995).
Άξια αναφοράς φαινόμενα που σχετίζονται με τα επαγγέλματα υγείας είναι και αυτά της οριζόντιας και κάθετης κατάτμησης της αγοράς εργασίας σε σχέση με το φύλο.
Τα κοινωνιολογικά αίτια της οριζόντιας κατάτμησης εντοπίζονται κυρίως στους ρόλους των δυο φύλων στην κοινωνία και ειδικά στους βασικούς άξονες της κοινωνικοποίησης των ατόμων στο παρελθόν, αλλά και σήμερα, στις στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους ρόλους αυτούς και στις πολιτικές και κοινωνικές στάσεις απέναντι στο επάγγελμα και στη γυναικεία παρουσία σε αυτό. Οι γυναίκες και οι άνδρες προσανατολίζονται σε διαφορετικά επαγγέλματα μεταξύ τους και αυτό διαιωνίζει και αναπαράγει τα στερεότυπα, τις διακρίσεις και τις ανισότητες. Οι γυναίκες συνήθως επιλέγουν το επάγγελμά τους με κριτήριο την κοινωνική προσφορά, την αγάπη για τα παιδιά και τις ευκαιρίες για ανθρώπινη επαφή, ενώ οι άνδρες επιλέγουν με κριτήριο την ασφάλεια, την οικονομική αποκατάσταση και οικονομική δύναμη, την περιπέτεια, την αγάπη για τις μηχανές και την τεχνολογία. Οι εκπρόσωποι του γυναικείου φύλου παρουσιάζουν προσήλωση στα παραδοσιακά και κοινωνικά αποδεκτά γυναικεία χαρακτηριστικά, αποφεύγοντας χειρωνακτικά και τεχνολογικά επαγγέλματα. Οι άνδρες από την άλλη επιλέγουν επαγγέλματα υψηλού κύρους και δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στις νέες τεχνολογίες και στην τυπικά εξειδικευμένη χειρωνακτική εργασία. Οι γυναίκες προτιμούν την απασχόληση που έχει να κάνει με τα παιδιά, τη μόδα και το σπίτι. Στην Ελλάδα, το 2000, το 60% των γυναικών εργαζομένων παρουσίαζε απορρόφηση στους εξής κλάδους: υγεία 17%, εκπαίδευση 11%, δημόσια διοίκηση 7%, λιανικό εμπόριο 13%, εργασίες γραφείου 7%, ξενοδοχεία και εστιατόρια 5%. Το αντίστοιχο 60% των αντρών εργαζομένων επικεντρωνόταν σε περισσότερους από 15 κλάδους (Φώκιαλη, 2006). Το επάγγελμα του γιατρού επιλέγεται ως μια από τις επικρατούσες επιλογές από τα αγόρια με ποσοστό 26,1%. Στα κορίτσια το αντίστοιχο ποσοστό είναι 20,6%. Τα νοσηλευτικά επαγγέλματα επιλέγονται κυρίως από κορίτσια. Ο αριθμός των γυναικών που ασχολούνται με την ιατρική αυξάνεται συνεχώς, όμως οι άνδρες παρουσιάζουν ακόμη προβάδισμα στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Η υπο-αντιπροσώπευση των γυναικών αποδίδεται στην αποτροπή τους από τους γονείς τους ή άλλους συγγενείς και στο ότι οι σπουδές ιατρικής είναι πολυετείς και τους αποτρέπουν από το να κάνουν οικογένεια. Η νοσηλευτική απ'τη μεριά της θεωρείται «γυναικείο» επάγγελμα αν και τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των αντρών-νοσηλευτών έχει αυξηθεί σημαντικά. Οι περισσότερες γυναίκες ανά τον κόσμο που εργάζονται σε επαγγέλματα υγείας, εργάζονται ως νοσηλεύτριες.
Αναφορικά με την κάθετη κατάτμηση (το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής»), το φαινόμενο αυτό συνήθως αποδίδεται σε έλλειψη εκπαίδευσης, επιμόρφωσης, μετεκπαίδευσης σε θέματα διοίκησης, στη δέσμευση που υφίστανται οι γυναίκες λόγω οικογενειακών και προσωπικών υποχρεώσεων, στα στερεότυπα και στις προκαταλήψεις έναντι των γυναικών και των ικανοτήτων τους, στον αποκλεισμό από άτυπα δίκτυα και τέλος στην αποτυχία της διεύθυνσης να προβλέψει και να συμβάλει στην επαγγελματική ανέλιξη των γυναικών. Η δυσκολία των γυναικών να ανέλθουν στην ιεραρχία παρουσιάζεται και στα επαγγέλματα υγείας και είναι ακόμη πιο φανερή στο ιατρικό επάγγελμα. Είναι συχνή η στασιμότητα που παρουσιάζουν οι γυναίκες-γιατροί όσον αφορά την επαγγελματική τους εξέλιξη. Αυτό οφείλεται συνήθως στην έλλειψη μεντόρων και προτύπων, στην έμφυλη διάκριση, στις οικιακές ευθύνες και στη δομή των υπηρεσιών και οργανισμών στους οποίους εργάζονται. Συχνές είναι και οι διακρίσεις λόγω φύλου, είτε από συναδέλφους τους είτε από άτομα τα οποία κατέχουν διευθυντικές θέσεις. Στις νοσηλεύτριες απ'την άλλη μεριά, μια από τις προϋποθέσεις για να αναλάβουν θέση ευθύνης είναι και το φύλο (θέση προϊσταμένης συνήθως καταλαμβάνουν γυναίκες νοσηλεύτριες)(Τράντα, 2007).
Φαίνεται πως το φύλο επηρεάζει και την επιλογή ειδικότητας, αφού παρατηρούμε συγκέντρωση των γυναικών σε συγκεκριμένες ιατρικές ειδικότητες και απουσία του γυναικείου φύλου από άλλες. Συγκεκριμένα (για την έρευνα της Τράντα,2007): απουσία ανδρών σε ειδικότητες μικροβιολογίας, βιοπαθολογίας και ωτορινολαρυγγολογίας, απουσία γυναικών στην παθολογική και χειρουργική ειδικότητα, μεγαλύτερη συμμετοχή των ανδρών στην καρδιολογία ενώ των γυναικών στην αναισθησιολογία. Στο σύνολό τους οι γιατροί, αλλά και ξεχωριστά οι άνδρες και οι γυναίκες αποδέχονται ότι η ειδικότητα από κάποιον/α γιατρό επιλέγεται με βάση τις γνωστές στερεοτυπικές αντιλήψεις για το φύλο. Ειδικότερα θεωρούν ότι οι γυναίκες επιλέγουν με κριτήριο τι ταιριάζει στη φύση τους και γι'αυτό κατευθύνονται σε ειδικότητες που έχουν σχέση με τη φροντίδα και την πρωτοβάθμια περίθαλψη και όχι με τη χειρουργική που ταιριάζει σε άνδρες (Τράντα, 2007).
Παρόμοια αποτελέσματα παρουσιάζονται και σε έρευνες του εξωτερικού. Μελέτη των Field & Lennox (1996) σε φοιτητές και φοιτήτριες ιατρικής έδειξε ότι σύμφωνα με τη γνώμη τους το φύλο επηρεάζει τις μελλοντικές επιλογές καριέρας, καθώς και την ικανότητά τους να πετύχουν τους στόχους που έχουν θέσει για την καριέρα τους. Οι φοιτήτριες φαίνεται να είναι σε δυσμενέστερη θέση όσον αφορά τις επιλογές αλλά και τους στόχους. Επίσης, οι γυναίκες φοιτήτριες γινόταν συχνότερα θύματα διακρίσεων λόγω του φύλου τους σε χώρους συγκεκριμένων κλινικών, όπως η χειρουργική, με αποτέλεσμα να αποτρέπονται από την επιλογή αυτής της ειδικότητας. Αρνητικές εμπειρίες κατά την κλινική τους άσκηση ανέφεραν τόσο οι φοιτητές, όσο και οι φοιτήτριες. Αν και γνωρίζουν τις επιδράσεις του φύλου, αυτό δεν φάνηκε να επηρεάζει τις επιλογές καριέρας τους. Ωστόσο, αρκετές φοιτήτριες έκαναν επιλογή ειδικότητας αρκετά νωρίς με βάση τα μελλοντικά τους σχέδια για δημιουργία οικογένειας. Πάνω από τους μισούς φοιτητές, αλλά και φοιτήτριες (του 5ου έτους) ανέφεραν ότι το να έχουν ελεύθερο χρόνο για την οικογένειά τους αποτελούσε σημαντικό παράγοντα στη μελλοντική επιλογή καριέρας (Field & Lennox, 1996).
Σε άλλη μελέτη, των Sanfey et al. (2006), στην οποία συμμετείχαν φοιτητές και φοιτήτριες ιατρικής, βρέθηκε ότι η απόφαση για τη δημιουργία οικογένειας ήταν σημαντικότερος παράγοντας που επηρέαζε τις επιλογές καριέρας για τις κοπέλες φοιτήτριες από ότι για τα αγόρια, αλλά η οικογένεια παρέμενε στις προτεραιότητες και των δυο ομάδων, υποστηρίζοντας την υπόθεση ότι η γενιά αλλά και το φύλο αποτελούν σημαντικούς παράγοντες στην επιλογή καριέρας. Εμφανίστηκε χαμηλό ενδιαφέρον για την ειδικότητα της γενικής χειρουργικής εκ μέρους των κοριτσιών και γενικά το φύλο αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα των επιλογών καριέρας.
Μια άλλη παράμετρος, η οποία έχει ελάχιστα μελετηθεί, είναι αυτής της επιλογής επαγγελματία υγείας συγκεκριμένου φύλου εκ μέρους των ασθενών. Σε σχετική έρευνα των Kerssens et al. (1997) βρέθηκε ότι μια μικρή μειονότητα των ασθενών εξέφρασε την επιθυμία να επιλέξει επαγγελματία συγκεκριμένου φύλου. Δεν υπήρχαν επιλογές φύλου για ειδικότητες όπως οι χειρουργοί και οι αναισθησιολόγοι. Οι επιλογές φύλου αφορούσαν περισσότερο επαγγέλματα υγείας που εμπλέκονται στενότερα με τον ασθενή και σχετίζονται με ψυχοκοινωνικά προβλήματα (π.χ. γενικοί γιατροί). Οι επιλογές που εκφράστηκαν δεν σχετίζονται με τα στερεότυπα φύλου ή τις διακρίσεις φύλου, την εξειδίκευση και την ικανότητα του γιατρού ή τα προσωπικά ενδιαφέροντα. Η πλειονότητα των ασθενών που προτιμούν γυναίκες επαγγελματίες υποστηρίζουν ότι μιλούν πιο εύκολα με γυναίκες παρά με άντρες, και ότι αισθάνονται πιο άνετα κατά την κλινική εξέταση από γυναίκα, παρά από άντρα γιατρό. Οι ασθενείς που προτιμούν άντρες γιατρούς, αναφέρουν παρόμοιους λόγους για την επιλογή τους αυτή. Φαίνεται πως το όλο ζήτημα σχετίζεται στενά με τις διαφορές που παρουσιάζονται ανά φύλο στα στυλ επικοινωνίας των αντρών και γυναικών γιατρών αντίστοιχα (Kerssens et al. (1997).
Σημαίνουσας σημασίας είναι το ζήτημα των συνθηκών εργασίας, και ειδικότερα των κυκλικών ωραρίων, των επαγγελματιών υγείας και των επιπτώσεών τους τόσο για την ποιότητα ζωής και την υγεία του προσωπικού, όσο και των ασθενών. Ειδικότερα για τους νοσηλευτές, είναι γνωστές για την Ελλάδα οι δυσμενείς συνθήκες άσκησης του νοσηλευτικού επαγγέλματος και εμφανείς οι αρνητικές επιπτώσεις τους τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους ασθενείς. Υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις σε κτιριακές υποδομές, ανεπαρκής εξοπλισμός, ανεπαρκείς χώροι εργασίας και πλείστα προβλήματα που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον εργασίας. Επιπλέον, υφίσταται σημαντική έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού που αφορά την ποσοτική και ποιοτική σύνθεση, με αποτέλεσμα την υποστελέχωση των νοσοκομείων, την ανεπαρκή φροντίδα των ασθενών και συνέπειες για την υγεία και την ασφάλεια του προσωπικού. Η ελαττωμένη και ανεπαρκής στελέχωση σε νοσηλευτές λογίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την ασφάλεια των ασθενών στα νοσοκομεία, διότι η υποστελέχωση αυξάνει τον όγκο εργασίας για κάθε νοσηλευτή, με επακόλουθο να παρακωλύει την παροχή της προγραμματισμένης φροντίδας, να μεγιστοποιεί τις πιθανότητες σφαλμάτων και τραυματισμού, καθώς και την εμφάνιση της εργασιακής εξουθένωσης του νοσηλευτικού προσωπικού (Δημητριάδου κ. άλλοι, 2009). Από τα παραπάνω μπορούμε να υποθέσουμε πόσο δύσκολος είναι ο εργασιακός βίος των νοσηλευτών (αλλά και των λοιπών επαγγελματιών υγείας) και πόσο ολέθριες συνέπειες έχει αυτό το γεγονός για την οικογενειακή ζωή των επαγγελματιών αυτών. Αν προσθέσουμε στους επιβαρυντικούς παράγοντες και την εργασία με βάρδιες τότε θα πάρουμε ένα «εκρηκτικό» μίγμα εργασιακής ζωής που επιδρά αρνητικά στην ποιότητα ζωής, την υγεία και την οικογενειακή ζωή των νοσηλευτών. Αποτελέσματα ερευνών έχουν δείξει ότι το εργάσιμο νυχτερινό ωράριο έχει αρνητική επίπτωση στην εργασιακή απόδοση, τον ύπνο, στη φυσική και ψυχολογική υγεία, την κοινωνική και την οικογενειακή ζωή. Οι επιπτώσεις της νυχτερινής βάρδιας μπορεί να είναι χειρότερες για τις γυναίκες νοσηλεύτριες που έχουν επιπλέον οικογενειακές υποχρεώσεις όπως η εγκυμοσύνη και η ανατροφή παιδιών. Οι Lushington & Dawson (1997) μελέτησαν τις κοινωνικές και οικογενειακές επιπτώσεις της εργασίας με βάρδιες σε γυναίκες νοσηλεύτριες. Οι νοσηλεύτριες, αλλά και οι σύντροφοί τους, ανάφεραν ότι αντιλαμβάνονταν το σύστημα βάρδιας να επηρεάζει αρνητικά τη διατήρηση των κοινωνικών δραστηριοτήτων, να αυξάνει τις διαπροσωπικές συγκρούσεις, να ελαττώνει την ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων και τη δυνατότητα επαφής με τα παιδιά, και να έχει αρνητική επίδραση στην ψυχολογική και κοινωνική ευημερία των εργαζόμενων γυναικών (Ιωάννου, 2005).
Από όλα τα παραπάνω διαφαίνεται πως οι διαστάσεις των έμφυλων στερεοτύπων στα επαγγέλματα υγείας είναι ποικίλες και μάλιστα αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Μια σημαντική διάσταση είναι η ύπαρξη του πατριαρχικού προτύπου που κυριαρχεί στις σχέσεις μεταξύ γιατρών και νοσηλευτριών. Μια ακόμη σημαίνουσα διάσταση είναι αυτή της οριζόντιας και κάθετης κατάτμησης της αγοράς εργασίας οι οποίες αντανακλώνται στην τάση συγκέντρωσης περισσότερων γυναικών στο νοσηλευτικό επάγγελμα και περισσότερων αντρών στο ιατρικό αλλά και στην παρεμπόδιση της ανέλιξης στην ιεραρχία που υφίσταται για τις γυναίκες στα επαγγέλματα υγείας. Οι επιλογές καριέρας παρουσιάζεται να επηρεάζονται από παράγοντες φύλου ενώ οι δύσκολες συνθήκες εργασίας επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τις γυναίκες που είναι επιφορτισμένες με την φροντίδα της οικογένειας.